- πλάτος
- (I)ὁ, Απλάτας*.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πλάτης / πλάτας κατά τα αρσ. σε -ος].————————(II)το, ΝΜΑ1. η τρίτη διάσταση τών στερεών εκτός από το μήκος και το ύψος, εύρος, φάρδος (α. «το πλάτος τού τοίχου» β. «νῆσον... μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων, πλάτος δὲ στεινήν», Ηρόδ.)2. επίπεδη, λεία επιφάνεια3. μαθημ. (κυρίως για το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο) η μικρότερη διάσταση4. ευρεία, απέραντη έκταση (α. «και κολυμπάει στ' ωκεανού τα πλάτια», Ζερβ.β. «καὶ ἀνέβησαν ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς γῆς καὶ ἐκύκλευσαν... τὴν πόλιν», ΚΔ)5. φρ. «πλάτος γεωγραφικό»γεωγρ. η απόσταση, πάνω σε σφαίρα ή χάρτη, ενός τόπου από τον Ισημερινό, βόρεια ή νότια από αυτόν, η οποία δίδεται σε μοίρες, πρώτα και δεύτερα λεπτάνεοελλ.1. φυσ. (στην κυματική) η μέγιστη μετατόπιση ενός κινητού, που εκτελεί ταλάντωση σε σχέση με τη θέση τής ισορροπίας του2. (μετεωρ.) (στην κλιματολογία) η διαφορά ανάμεσα στις δύο ακραίες τιμές ενός περιοδικού στοιχείου τού κλίματος ενός τόπου με ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση τής θερμοκρασίας3. αστρον. (σε ένα σύστημα σφαιρικών συντεταγμένων) η γωνιακή απόσταση ενός σημείου τής ουράνιας σφαίρας από το θεμελιώδες, ισημερινό, επίπεδο4. (ραδιοηλ.) η μέγιστη τιμή, στην οποία φθάνει σε κάθε ημιπερίοδο η τάση ή η ένταση τού ηλεκτρικού ρεύματος σε κάποιο κύκλωμα ενός ραδιοφωνικού πομπού ή δέκτη5. φρ. α) «πλάτος εννοίας»(φιλοσ.) (στην παραδοσιακή λογική) το σύνολο τών αντικειμένων στα οποία αναφέρεται μια έννοιαβ) «κατά βάθος και πλάτος» — από κάθε άποψη τής έννοιας, ως περιεχομένου και ως περιέχοντοςγ) «πλατών μεταβολή»αστρον. η μικρή μεταβολή τών πλατών τών διαφόρων τόπων ως αποτέλεσμα μιας ελαφράς κίνησης ολόκληρης τής Γης σε σχέση με τον άξονα περιστροφής τηςμσν.-αρχ.φρ. α) «πλάτος καρδίας» — η ευρύτητα τών γνώσεων, τής μάθησης, τής εμπειρίαςβ) «ἐν πλάτει» — με πολλά, συνήθως περιττά λόγια, εκτεταμένα και χωρίς ακριβολογίααρχ.1. η ράχη πλατιού ψαριού2. το πλατύ μέρος τής ουράς τών ψαριών3. το πλατύ, επίπεδο τμήμα τού σώματος τού ψαριού βάτραχος4. ο επίπεδος χώρος πάνω στον οποίο οικοδομούνται τάφοι, κρηπίδωμα τύμβου, πλάτας*5. διάρκεια, χρονικό διάστημα6. μτφ. α) το επίπεδο, η επιφάνεια («ἐν τῷ ψυχικῷ πλάτει», Πρόκλ.)β) σειρά μεταβολών, μεταπτώσεων, αλλοιώσεων («ἡ ὑγιεία πλάτος ἔχει», Γαλ.)7. φρ. α) «ἐν τῷ πλάτει» και «ἐπὶ πλάτει» και «κατά πλάτος» και «διὰ πλάτους»(με επιρρμ. σημ.) εκτεταμένα, με λεπτομέρειεςβ) «ἀργυρίου πλάτη» — οι δραχμές.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάτος έχει σχηματιστεί από το θ. τού επιθ. πλατύς* (πρβλ. βάρος: βαρύς) και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών που ανάγονται στην απαθή βαθμίδα τής ρίζας (πρβλ. αρχ. ινδ. prathas- «πλάτος», αβεστ. fraθah- «πλάτος»)].
Dictionary of Greek. 2013.